top of page
75565655_2448349525427322_4439814638560870400_n.jpg
Image1.jpg

Η καμένη Λαμπρή

 

Ιωάννης Μιχαλάκης

April 9 · 2015

 

Εκείνα τα χρόνια, η Λαμπρή αργούσε να ρθει στα χωριά μας. Για όλους τους χωριανούς, μα πιο πολύ για τα παιδιά, που όλο μπλέκαμε μέσα στις φούστες των μανάδων μας και τις ρωτούσαμε:
«Πού να ναι τώρα η Λαμπρή»;
«Στη Βολισσό», μου αποκρίνονταν η μάνα μου».
«Και πότε θα φτάσει στο χωριό»;
Η απάντηση συνήθως δεν μας ικανοποιούσε. Στραβώναμε τη μούρη μας λοιπόν και συνεχίζαμε τις ερωτήσεις.
«Γιατί αργεί τόσο πολύ; Γιατί δεν τρέχει γρηγορότερα»;
Γιατί είναι κουτσή. Δεν πρόσεξες ότι έχει ένα μόνο πουδάρι»; 
Και πράγματι, η στρογγυλή εικόνα της Ανάστασης με το λουλουδένιο στεφάνι γύρω γύρω, είχε ένα «πόδι» μόνο, από το οποίο την κρατούσαμε.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο η Λαμπρή έφτανε κοντύτερα στο χωριό μας και τόσο αύξανε η αγωνία, κυρίως όμως η λαιμαργία μας.
Γεννημένοι και μεγαλωμένοι μέσα στην πείνα και την ανέχεια της κατοχής, τα παιδιά της ηλικίας μου, αχόρταστα ακόμη από ψωμί, περιμέναμε τη Λαμπρή «να πασχάσουμε» με κόκκινα αυγά, κουλουράκια και προπάντων μ εκείνη την αξέχαστη πασχαλινή σούπα αυγολέμονο.
Η μητέρα μου, ως θρησκευόμενη, αλλά και επειδή «νηστεύει ο δούλος του θεού που δεν έχει να φάει», κρατούσε γερά την παράδοση, επέμενε πως έπρεπε κι εμείς τα παιδιά να νηστεύουμε το ίδιο αυστηρά με τους μεγάλους.
«Η νηστεία» μας έλεγε, ανοίγει με το τελευταίο αυγό που τρώμε τη Κυριακή της Τυροφάγου, και κλείνει το Πάσχα με το κόκκινο αυγό που επιτρέπεται να φάμε, αφού τελειώσει η αναστάσιμη ακολουθία και μεταλάβουμε Σώμα Χριστού. Τα ενδεχόμενα ενδιάμεσα μουρδαρέματα είναι για τους κοιλιόδουλους που θα τιμωρηθούν μετά θάνατον». Κι εμείς που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα και αρκετό ψωμί για να χορτάσουμε στη γη, θα έπρεπε να φροντίζουμε για τη σωτηρία της ψυχής μας και για την άλλη, τη χωρίς ανάγκες υλικών αγαθών ζωή μας.
Πρόκληση αληθινή για την αχόρταστη παιδική βουλιμία μας οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Σ όποιο σπίτι του χωριού και να έμπαινες, όποιο στενό και να διάβαινες, η μύτη σου «έσπαγε» από μυρωδιές φρεσκοψημένων ψωμιών και γλυκών. Οι φούρνοι του χωριού δούλευαν συνεχώς, βγάζοντας λαχταριστές πίτες, «κολίκια» και «κούτσες» με το κόκκινο αυγό στην μέση, σαν τεράστιο μάτι, που προκαλούσε και κοροΐδευε την πείνα μας. 

Η πιο όμορφη μέρα της Μεγαλοβδομάδας ήταν για τα παιδιά η Μεγάλη Πέμπτη. Ελεύθερα από τη σκοτούρα του σχολείου, ελεύθερα από τα «χουσμέτια» του σπιτιού, πηγαίναμε να βοηθήσουμε στη γενική καθαριότητα της χωριοκκλησιάς μας. Όλα τα παλικάρια και οι κοπέλες του χωριού μαζεύονταν από πολύ πρωί και άρχιζαν την ομαδική δουλειά, ανάμεσα σε πειράγματα και αστεία.
Έβγαζαν στον αυλόγυρο τις εικόνες και τα άλλα σκεύη, σφουγγάριζαν το πάτωμα και τα στασίδια, τρίβανε με «μπράσο» τα μανουάλια και τα άλλα μπρούτζινα σκεύη, κατέβαζαν ακόμη και τον μεγάλο κρυστάλλινο πολυέλαιο που στόλιζε το κέντρο της εκκλησίας, για να τον πλύνουν. 
Καμιά φορά, ένα μικρό κρυσταλλάκι έφευγε από τη θέση του κι έπεφτε στο πάτωμα. Και τότε γινόταν μια αληθινή μάχη του παιδόκοσμου, ποιος θα το πρωτοπάρει και ποιος θα πρωτοθαυμάσει τους ιριδισμούς του ανοιξιάτικου ήλιου που δημιουργούσαν τα θαυμαστά εκείνα γυαλάκια.
Μετά, έπρεπε να τρέξουμε να βρούμε λουλούδια. Μαρτοπούλουδα, όπως λέγαμε τις μαργαρίτες, να κόψουμε τα κεφάλια τους να τα περάσουμε σε «ρέστες» να φτιάξουν τα κορίτσια στεφάνια, να στολίσουν τον Επιτάφιο.
Αξέχαστες στιγμές, αξέχαστων χρόνων!
Κατάκοποι το βράδυ, μετρούσαμε τα δώδεκα κεριά που ο παπά Βασίλης είχε ανάψει στο αναλόγιο που ακουμπούσε το Ευαγγέλιο. Μόλις τέλειωνε την ανάγνωση ενός ευαγγελίου, έσβηνε και ένα κερί. Αγωνία πότε θα φτάσει στη μέση, να βγει ο Εσταυρωμένος και να ψάλλουμε μαζί με τους ψαλτάδες το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». 
Την άλλη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, νηστεύαμε ακόμη και το ψωμί. Ωστόσο δε χάναμε το κέφι μας. Μαζί με τους άλλους χωριανούς κάναμε μικρές ομάδες από 3-4 άτομα, στεκόμαστε γύρω από τον Επιτάφιο και ψάλλαμε τα Εγκώμια, παραβγαίνοντας ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά. Κι όταν τέλειωνε η Τρίτη στάση, παρατούσαμε τον Επιτάφιο και τρέχαμε στις γειτονιές μας να φροντίσουμε τις φωτιές. 
Από νωρίς είχαμε φροντίσει να έχουμε μαζέψει «γομάρια» από ξερούς σπάρτους και άλλα φτενόξυλα, να τα σωριάσουμε και όταν η πομπή του Επιταφίου πλησίαζε να τους βάλουμε φωτιά. Κάθε γειτονιά φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την πιο μεγάλη και εντυπωσιακή φωτιά σε βάρος βέβαια των οικογενειακών «σελλίδων».
Η γειτονιά μας ήταν προνομιακή στον τομέα αυτό. Η λιτανεία του Επιταφίου γινόταν κοντά στο σπίτι του θείου Γιάννη του Κατσαρού, που ήταν μόνο του, δεν υπήρχε κίνδυνος να πιάσει φωτιά κάποιο σπίτι, μπορούσαμε να βάλουμε όσα «γομάρια» είχαμε καταφέρει να πάρουμε. Πρωταγωνιστής στον τομέα αυτό, ο Ανδρέας του Μανώλη και μοναδική «σελλίδα» από την οποία δεν αφαιρούσαμε ξύλα του Δημήτρη του Αυγερινού. Τις «επικίνδυνες» ώρες, καθόταν εκεί και την προστάτευε παρέα με το κυνηγετικό του όπλο….
Μια ακόμη μεγαλοβδομαδιάτικη ατραξιόν ήταν το σφάξιμο των ζώων. 
Οι ευκαιριακοί χασάπηδες του χωριού μας, ο Μανώλης ο Χριστοφάκης, ο Γιάννης ο Τσούβαλος και ο Βασίλης ο Κατσαρός, είχαν φροντίσει να έχουν από μία κατσίκα ο καθένας τις οποίες έσφαζαν το Μέγα Σάββατο.
Τα παιδιά όλο μέσα στα πόδια τους μπλέκαμε. Παρακολουθούσαμε με σαδιστικό ενδιαφέρον τη σφαγή, το φούσκωμα και κυρίως το άνοιγμα της κοιλιάς. Ένας άγνωστος κόσμος, ο κόσμος του κορμιού μας πρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Έτσι μαθαίναμε πως η καρδιά δεν είχε το σχήμα που της έδιναν ευφάνταστοι σκιτσογράφοι και παραφυλάγαμε πότε θα φύγει για λίγο ο χασάπης, για να φυσήξουμε στο λάρυγγα και να δούμε το θαύμα της αναπνοής. 
Πέρα από τον παιδαγωγικό χαρακτήρα, το χασαπιό, είχε και τη ρεαλιστική του πλευρά. Μετά από 40 μέρες νηστείας, το πασχαλινό τραπέζι ετοιμαζόταν πλουσιοπάροχο. Οι πατεράδες είχαν δώσει τις παραγγελίες τους στους χασάπηδες, κι εμείς περιμέναμε να μας κόψουν το οικογενειακό κομμάτι, να το τυλίξουν στο χοντρό στρατσόχαρτο και περιχαρείς να το μεταφέρουμε στα οικογενειακά ντουλάπια.

Εκείνη τη χρονιά η Λαμπρή αργούσε να ρθει στο χωριό μας, ακόμη περισσότερο, αυξάνοντας την προσωπική μου αγωνία. Και όχι άδικα.
Ο ξενιτεμένος στην Αμερική θείος Μιχάλης, έστελλε δώρο στην εκκλησία του χωριού μας μια καινούργια Ανάσταση.
Εκείνη που μέχρι τότε είχαμε, είχε παλιώσει πια και με πρόταση του πατέρα μου ο ανοιχτοχέρης μπάρμπας έστελλε καινούρια, κατευθείαν από την Αμερική.
Μεγάλη χαρά και τιμή για μένα, που όλο το χωριό εκείνη τη χρονιά θα καμάρωνε το οικογενειακό δώρο. Και κρυφή επιθυμία να παρουσιάσω εγώ το δώρο του ξενιτεμένου θείου, κλέβοντας λίγη από τη «δόξα» του. 
Μέγα Σάββατο, λίγες ώρες πριν από την Ανάσταση, το δώρο έφτασε στο σπίτι μας. Είχε αργήσει να γίνει ο εκτελωνισμός, αλλά και γιατί ο Ηλίας, ο εξάδελφός μου που την κουβάλησε από τη Χώρα, δώδεκα ολόκληρες ώρες, μαζί με τον Δημήτρη τον Κοτσάτο, τον λεγόμενο «Κοπανιά» έπρεπε να περιμένουν μέχρι ο μητροπολίτης Χίου να λάβει εξ ουρανού, το «Άγιο φως».
Ο Φωστίνης Παντελεήμων που άφησε εποχή για τα δακρύβρεκτα θεολογικά αντικομμουνιστικά κηρύγματά του, είχε ξεκινήσει μιαν ερανική εκστρατεία με σκοπό να χτίσει φυματιολογική κλινική.
Όταν όμως συγκεντρώθηκε το χρηματικό ποσόν είχε ανακαλυφθεί και το φάρμακο κατά της φυματίωσης. Έτσι, ο καλός δεσπότης χρησιμοποίησε τα χρήματα του εράνου για να κάνει… αναπαράσταση των Αγίων Τόπων, μέσα στο τεράστιο οικόπεδο, που ήταν και είναι γνωστό ως «Τάγμα του δεσπότη».
‘Όταν τελείωσαν οι εκκλησίες και τα εκκλησάκια που αντιπροσώπευαν τόπους του «θείου μαρτυρίου» ο Παντελεήμων σκέφτηκε και πέτυχε να καταργήσει την αποκλειστικότητα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ως προς την ιδιοκτησία και διανομή του «Αγίου Φωτός».
Νωρίς το Μέγα Σάββατο, ο δεσπότης κλεινόταν στο ναΐδριο που αντιπροσώπευε τον Πανάγιο Τάφο και όπου ο πανάγαθος του έστελλε το «Άγιο Φως». Και σαν καλός επιχειρηματίας που ήταν φρόντισε το δικό του «Άγιο Φως» να φτάνει σ όλους τους ναούς του νησιού, με το αζημίωτο βέβαια, για ν ανάψουν απ αυτό οι πιστοί τις λαμπάδες τους όταν οι ιερείς καλούσαν για το «Δεύτε λάβετε φως».
«Το άγιο φως του Παντελεήμονα» όπως το λέγαμε στο νησί, δεν με πολυενδιέφερε. Άλλωστε ο εξάδελφός μου το πήγε κατ ευθείαν στο σπίτι του παπά Βασίλη. Στο δικό μας σπίτι έφερε την Ανάσταση, τυλιγμένη σε πολλά χαρτιά, με πολλά γραμματόσημα.
Ο πατέρας και η μητέρα την έβγαλαν από το κουτί της. Τι χρώματα! Τι άρωμα ήταν αυτό που γέμισε την κάμαρά μας. Και τι όμορφα λουλούδια που ήρθαν από την Αμερική, χωρίς να μαραθούν και να χάσουν το άρωμά τους. Πλαστικά ήταν, αλλά το πλαστικό δεν το ξέραμε δεν είχε εισβάλει ακόμη στη ζωή μας. Την σκούπισαν, την φίλησαν με ευλάβεια, την έδωσαν και σ εμάς να την φιλήσουμε και μετά την τύλιξαν σε καθαρό άσπρο σεντόνι.
Στα μικράτα μου ήμουν αρρωστιάρης, καχεκτικός και ντροπαλός. Μεταξύ ζωής και θανάτου. Δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ποτέ δεν τόλμησα να παλέψω με τα άλλα παιδιά του χωριού και δεν απαιτούσα να πάρω «με το σπαθί μου» ο,τι οι άλλοι συνομήλικοι μου. Στην εκκλησία, κάποτε τόλμησα να πάω στο ψαλτήρι. Μα δεν τόλμησα ν ανοίξω το στόμα μου. Και όταν ο ψάλτης με μάλωσε γιατί το κερί που κρατούσα έσταξε πάνω σε κάποιο βιβλίο, έφυγα και δεν ξαναγύρισα.
Προσπάθησα να μπω μαζί με τα άλλα τα παιδιά στο «ιερό», όπου ξοδιάζαμε την παιδική σκανταλιάρικη διάθεσή μας. Τι παιχνίδια, τι τσακωμοί, τι πνιχτές φωνές τις ώρες που ο παπά Βασίλης διάβαζε το Ευαγγέλιο, ή για κάποιο λόγο απουσίαζε από το ιερό! Ο Δημήτρης ο Κατσαρός, ο νεωκόρος, κάθε λίγο και λιγάκι έμπαινε μέσα και μας μάλωνε. Μα σαν έφευγε, βάζαμε τα γέλια και σχολιάζαμε πόσο βαρύτερο από το κανονικό ήταν το κουλό χέρι του.
Η δωρεά του θείου μου του Αμερικάνου λοιπόν ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναγνωριστώ ως ισότιμος με τα άλλα παιδιά. 
Η μητέρα μ έβαλε να γονατίσω μπροστά στη σκάφη, μου σαπούνισε το κεφάλι και μ έβαλε να πλύνω το κορμί μου, να μαι καθαρός για να μεταλάβω, μου δωσε καθαρά μοσχομυρωδάτα εσώρουχα για ν αλλάξω και με διέταξε να κοιμηθώ.
Μα πού να βρεθεί ύπνος! Τόση ήταν η αγωνία μου που δεν είχα καν νοιαστεί να εφοδιαστώ με το κυρίαρχο βεγγαλικό της εποχής. Ένα θηλυκό κλειδί μέσα στο οποίο βάζαμε το φωσφόρο των σπίρτων και το «πυροδοτούσαμε» με μία πρόκα!

Στο πρώτο χτύπημα της καμπάνας βρέθηκα όρθιος, ντυμένος, έτοιμος. Η μάνα μου σταυροκοπήθηκε. Κάτω από άλλες συνθήκες, για να με ξυπνήσει έπρεπε να μου φωνάξει πολλές φορές, να τραβήξει τα στρωσίδια και να με προειδοποιήσει ο πατέρας ότι «θα βάλει τις μεγάλες φωνές», σημείο ότι η υπομονή του είχε εξαντληθεί και σειρά είχε ο «Άγιος Παντελέμονας».
Μπήκα μπροστάρης στην οικογενειακή πομπή που ξεκίνησε για την εκκλησία. Αν και βαριά, για τα παιδικά μου μπράτσα η Ανάσταση, δεν δέχτηκα βοήθεια. Μπήκα καμαρωτός στην εκκλησία, τράβηξα κατ ευθείαν για το ιερό, την ακούμπησα στην ψάθινη πολυθρόνα που συνήθως ξεκουραζόταν ο παπά Βασίλης και σε επίσημο ύφος του είπα: «Η Ανάσταση που έστειλε από την Αμερική ο θείος μου ο Μιχάλης».
Ο παπά Βασίλης την κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε τις προετοιμασίες του για τη μεγάλη λειτουργία της Ανάστασης. 
Βγήκα για λίγο έξω, ίσα για ν ανάψω το κερί μου από το «Άγιο φως του Παντελεήμονα» και ξαναμπήκα στο ιερό του ναού. Σήμερα ήμουν μόνος μου μέσα, τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου ήταν έξω, στον αυλόγυρο όπου προετοίμαζαν τις τρακατρούκες τους που θα πυροδοτούσαν με το άκουσμα του «Χριστός Ανέστη».
Και η μεγάλη στιγμή, ήρθε. Ο παπά Βασίλης ξεσκέπασε την Ανάσταση, την πήρε στα χέρια του, προσπάθησε να πάρει το Ευαγγέλιο και το κερί με το «Άγιο Φως». Η Ανάσταση έγειρε, φοβήθηκα ότι θα έπεφτε από τα χέρια του ιερέα και έσπευσα σε βοήθεια του. Οποία κακοτυχία όμως. Το κερί με το «Άγιο Φως» ακούμπησε σε κάποιο πλαστικό λουλούδι που πήρε φωτιά. Στη σαστιμάρα μου να την σβήσω φύσηξα, με συνέπεια η φωτιά να φουντώσει και η Ανάσταση να λαμπαδιάσει μέσα στα τρεμάμενα χέρια μου, μπροστά στα έντρομα μάτια μου, στο ανίκανο να αντιδράσει μυαλό μου.
Άκουσα μια φωνή: «Άστην κάτω βρέ»!
Νομίζω ήταν ο Γιάννης ο Τακτικός, ο Τσάρος, που πρώτος από το εκκλησίασμα κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε και μπήκε στο ιερό. Υπάκουσα. Ο Τσάρος τράβηξε ένα τραπεζομάντηλο από ένα τραπεζάκι, την σκέπασε, η φωτιά έσβησε.
Κάπου εδώ έσβησε και η μνήμη μου. Ξαναβρίσκω τον εαυτό μου λίγα λεπτά αργότερα, στο χωράφι που ήταν πάνω από την εκκλησία και τώρα έχει χτιστεί το νέο σχολείο. Με το μυαλό άδειο. Με τ αφτιά στημένα να πιάσουν ενδεχόμενα σχόλια από τους χωριανούς που ανάσταιναν τον Χριστό στον αυλόγυρο με την παλιά Ανάσταση και μοναδική επιθυμία ν ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
Δε φοβόμουν την τιμωρία. Αντιθέτως την περίμενα ως κάθαρση καθώς συναισθανόμουν ότι είμαι ο αίτιος μιας μεγάλης καταστροφής και αξίζω την πιο σκληρή τιμωρία, ώστε να εξιλεωθώ. Τι όμορφα αν μπορούσα να πεθάνω! Να μην αντικρύσω τους γονείς μου και την αδερφή μου, να μην ακούσω τα σχόλια των συγχωριανών, ούτε να μάθω την αντίδραση του δωρητή όταν θα μάθαινε την τύχη που επεφύλαξα στο δώρο του.
Μα δεν βρήκα τη δύναμη να κάμω κάτι. Έκατσα εκεί άβουλος, αδύνατος, συντριμμένος. Και μόνο όταν οι πρώτοι χωριανοί άρχισαν να βγαίνουν από την εκκλησία σημάδι ότι η λειτουργία τελείωσε, η μέρα ξημέρωνε και η ζωή συνεχιζόταν, πήγα να κρυφτώ κάπου ασφαλέστερα. Στο κρεβάτι μου.
Λίγη ώρα αργότερα, η μπετούγια της πόρτας άνοιξε. Καμιά φωνή. Καμιά τιμωρία. Μόνο το περπάτημα της μητέρας, βαρύ, κουρασμένο. Ένα φως, το φυτίλι της λάμπας πετρελαίου που ανέβασε, ένα αναφιλητό και ένας πνιγμένος λυγμός.
Κάποια στιγμή ένοιωσα τα βήματά της να πλησιάζουν το κρεβάτι μου και το χέρι της ν ακουμπά τα σκεπάσματα. Δεν ήταν χτύπημα. Ούτε και χάδι.
Μπορεί να ήθελε να βεβαιωθεί ότι αναπνέω ότι είμαι ζωντανός. Δεν ξέρω, ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να την ρωτήσω τη αντιπροσώπευε εκείνο το άγγιγμα.
Ήρθα ο πατέρας και η αδερφή μου. Η ίδια σιωπή. Μόνο που τώρα τα ρουφήγματα στις μύτες ήταν τριπλά, οι αναστεναγμοί έβγαιναν από τρία στήθια.
Η πόρτα άνοιξε πάλι. Ήταν ο θείος Γιάννης Κατσαρός που ήρθε για να συμπαρασταθεί στην οικογένειά μας, τη δύσκολη ώρα. Καταλάβαινα ότι το στρογγυλό, συνήθως γελαστό πρόσωπό του σήμερα θα ήταν συννεφιασμένο και αγέλαστο.
«Πώς να του το γράψω»; άκουσα τη φωνή του πατέρα μου, που προφανώς αναφερόταν στο δωρητή αδερφό του.
Εδώ, ξανασταματά η μνήμη. Τα διέγραψε όλα, τα πέταξε στο καλάθι της αμνημοσύνης. Σίγουρα οι μέρες που ακολούθησαν δεν ήταν οι ευκολότερες για μένα. Η περιπαιχτική διάθεση των συγχωριανών μου κυκλοφόρησε το παρατσούκλι «πυρπολητής», για λίγο όμως. Σε λίγες μέρες έφυγα για τη Χώρα, για να συνεχίσω τη φοίτησή μου στο Γυμνάσιο και ξεχάστηκε. Άλλωστε είχα αρκετά άλλα παρατσούκλια, ένα παραπάνω δε θα άλλαζε κάτι.
Η ιστορία όμως, ιστορία πραγματική, δε σταμάτησε εδώ. Ο εξάδερφός μου ο Ηλίας που είχε φέρει την Ανάσταση και το «Άγιο Φως» στο χωριό, όταν επέστρεψε στη Χώρα πλήρωσε τα δικά μου «σπασμένα».
Η ιστορία είχε κοινολογηθεί, εγώ ήμουν μικρός και άγνωστος, το βάρος του δημόσιου χλευασμού το πήρε ο Ηλίας.
Μια μέρα, την ώρα των Νέων Ελληνικών, ο καθηγητής Αλέκος Καλούδης, την ώρα που έμπαινε στην αίθουσα διδασκαλίας είδε όλους τους μαθητές μαζεμένους πάνω από τον μαθητή Νομικό ο οποίος κάτι διάβαζε και οι υπόλοιποι χαχάνιζαν. Πλησίασε χωρίς να τον πάρουν είδηση και άρπαξε το κείμενο από τα χέρια του μαθητή. 
«Τι είναι αυτό»; ρώτησε.
«Το κατά Νομικόν Ευαγγέλιο» του αποκρίθηκαν.
Ο καθηγητής το άνοιξε και άρχισε να διαβάζει: « Τω καιρώ εκείνω ευφροσύνης γενομένης εν Κουρουνίοις, ήγγιζον γαρ αι εορταί του Πάσχα, πέμπουσιν εξ Αμερικής Ανάστασιν εκ νάυλον γενομένη. Τα δε δαιμόνια ουδαμώς εκλείποντα, πέμπουσιν αντιπρόσωπον των διαβολικών ταγμάτων Ηλίαν ονομαζόμενον. Ούτος, κρατών κηρίον αναμένον εκ Παντελεημονίων Ιεροσολύμων έθεσεν πυρ και κατέκαυσεν αυτήν κρατών αυτήν εν είδη σκουποξύλου».
Το χαχανητό των μαθητών συνεχίστηκε αλλά ο Καλούδης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. «Ευαγγελιστές και ευαγγελιζόμενοι» τους είπε. «προσέχετε γιατί θα σας  χειροτονήσω».

 

Σημείωση: Ευχαριστώ τον Νίκο Γ. Μιχαλάκη ο οποίος συγκράτησε το κείμενο του «κατά Νομικόν Ευαγγελίου», κάπου μισόν αιώνα και ευγενικά μου το παραχώρησε.

 Πηγή:  FB   Ιωάννης Μιχαλάκης

bottom of page